- ἐπιβασία
- ἐπι-βασία, ἡ, das Hinaufsteigen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιβασία — ἐπιβασία, η (Α) 1. βάδισμα πάνω σε κάτι 2. είσοδος σε κάποιο χώρο όπου δεν έχει κάποιος δικαίωμα να μπει … Dictionary of Greek
ἐπιβασίᾳ — ἐπιβασίαι , ἐπιβασία wrongful entry fem nom/voc pl ἐπιβασίᾱͅ , ἐπιβασία wrongful entry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβασίαι — ἐπιβασία wrongful entry fem nom/voc pl ἐπιβασίᾱͅ , ἐπιβασία wrongful entry fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβασίαν — ἐπιβασίᾱν , ἐπιβασία wrongful entry fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)